Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

ΧΝΤΟΥΠ!





Τα δάχτυλά της τέλειωναν σε 5 κατακόκκινα ξυράφια ,άψογα λιμαρισμένα. Ακούμπησαν τη βελόνα στο βινύλιο και το Πικ-απ άρχισε να στροφάρει αργά ,ενώ ο ήχος από τις γόβες της έσβηνε σε κάθε σκαλοπάτι που κατέβαινε. Η φωνή του Tom Waits βουτηγμένη στο γρέζι, ακουγόταν σα συνέπεια ετοιμοθάνατης μπαταρίας, που έπεσε θύμα ενός υπερκαταναλωτικού κασετόφωνου… “Rusted brandy in a diamond glass…”.

Ήταν μόνος τώρα, στην αποστειρωμένη ταράτσα του. Η ταράτσα βρισκόταν στην κορυφή του τεράστιου πύργου του. Ένας πανύψηλος και τετράπαχος πύργος. Αιώνες τον τάιζε με κάθε λογής αδέσποτους ανθρωπάκους , λιπαρά νοικοκυριά και εργάτες διαίτης δίχως ίχνος ξίγκι για να τον καλό-θρέψει. Εκείνος πάντα τους καταβρόχθιζε λαίμαργα. Μια ακόμα καθώς- πρέπει συνάντηση είχε τελειώσει. Έπινε την τελευταία γουλιά απ’ το brandy του, όταν παρατήρησε ένα βρώμικο κατακάθι στο απέναντι ποτήρι. Ένα άθλιο απομεινάρι που καμία θέση δεν είχε σε μια πεντακάθαρη ταράτσα . Ήταν το ποτήρι της. Στην άκρη είχε κολλήσει το κόκκινο κραγιόν της. Είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω στο ποτήρι. Το Πικ-απ βρήκε το ρυθμό του στα 3/8 … “Everything is made from dreams..”και η βραχνάδα του Tom Waits σταμάτησε να μυρίζει οινόπνευμα. Τα μάτια του βυθίστηκαν στο κόκκινο κραγιόν. Γαντζώθηκαν πάνω του. Ύστερα το διαπέρασαν. Πίσω απ’ το κόκκινο αποτύπωμα των χειλιών της και ανάμεσα σε δυο στάλες brandy απλωνόταν “ο κήπος των απολαύσεων” του Hieronymus Bosch σε πλήρη θέα. Ο πύργος άρχισε να στροφάρει κι αυτός στο ρυθμό του Πικ-απ, σα ζαλισμένος μέθυσος που βρέθηκε άθελά του στη γεροντοκόρη μπαλαρίνα ενός χρεωκοπημένου Luna- park. Σίγουρα κάποιο τρομοκρατημένο μαμμόθρεφτο θα τον έπεισε να πάρει τη θέση του. Όλα γυρνούσαν. Μικροί κύκλοι που μεγάλωναν με αυξανόμενη ταχύτητα δημιουργώντας μια σπείρα. Όλα σβούριζαν εκτός απ’ το βλέμμα του που συνέχιζε να κοιτά μέσα απ’ το κόκκινο κραγιόν, ανάμεσα απ’ τις στάλες brandy στον κήπο των απολαύσεων. Ο κήπος τον περικύκλωνε με ρυθμό 3/8 time is made from honey slow and sweet /only fools know what it means…temptation temptation I can’t resist..”. Ήταν κλεισμένος σε μια σφαίρα με τον κήπο των απολαύσεων να στριφογυρνά παντού γύρω του. Όλα έδειχναν κοντά στα μάτια του μα δεν ήταν. Απόκρυφες απολαύσεις, ανομολόγητες διαστροφές και εξομολογημένοι πειρασμοί κάθε είδους και εποχής τον περικύκλωναν ενώ ταυτόχρονα ανακατεύονταν. Το κραγιόν στριφογυρνούσε χύνοντας μια συνεχή κόκκινη γραμμή στο κέντρο η οποία άρχισε να τον περικυκλώνει. Οι στάλες brandy είχαν ποτίσει τα πάντα με το άρωμα τους. Το Πικ-απ άρχισε να στροφάρει όλο και πιο γοργά φτάνοντας τα 25/8. Η φωνή του κ. Waits ακουγόταν σαν ουρλιαχτό πνιγμένο στο γράσο. Όλα στριφογύριζαν και τον πλησίαζαν. Μπορούσε ακόμα και να μυρίσει τις μυρουδιές. Υγρά μουνιά και τσιγαρισμένοι φαλλοί, καμένο λίπος και σιδερωμένο ρυτιδιασμένο δέρμα, βιολογικοί δονητές ταξιδιού και μουγκές κλανιές, συνειδητοποιημένους σοδομιστές , ραφές μεταχειρισμένων παρθένων, πλαστικά κολομέρια κανακάρηδων, κυτταρίτιδα βαμμένων ξανθών, απεγνωσμένες για μετακόμιση αιμορροΐδες πολιτικών που τις γλύφουν παπαδοπαίδια , επαναστατημένοι ευνούχοι και σκατά από φράουλες! Η κόκκινη γραμμή ήταν τώρα πολύ κοντά. Έμοιαζε με θηλιά που τον πλησίαζε. Ο ρυθμός έφτασε στα 12954/8 και η κόκκινη θηλιά τον τύλιξε στο λαιμό. Τον έπνιγε πεινασμένα. Όλα ήταν τόσο κοντά που τσιμπούσαν κάθε του αίσθηση. Ήθελε να πνιγεί στο κόκκινο κραγιόν της, μεθυσμένος απ’ το άρωμα της. Ο ρυθμός έγινε ακόμα πιο ταχύς. Κομμάτια βινυλίου πετάγονταν σκαμμένα απ’ τη βελόνα που το έσχιζε σε κομμάτια ενώ η φωνή του Tom Waits είχε γίνει θρύψαλα. Εκατομμύρια κομμάτια θρύψαλα από γρέζι παντού. Το κραγιόν έλιωσε από το λαιμό του σα φρεσκοκαμένο κερί πλημυρίζοντας τα πάντα. Ο πύργος δεν άντεξε άλλο. Είχε ανακατευτεί. Άρχισε να ξερνάει τα πάντα. Ό,τι καταβρόχθιζε έβγαινε τώρα μουχλιασμένο και με αντίστροφη σειρά. Κακομαθημένα παιδαρέλια, διακορευμένα κοριτσόπουλα, σάτυροι πατεράδες, ταριχευμένες γιαγιάδες , σάπιοι παππούδες και κομματιασμένες μανάδες εκτοξεύονταν απ’ τα σωθικά του. Τους ξερνούσε παντού. Κάθε φουρνιά που φτυνόταν από μέσα του τον αδυνάτιζε και τον κόνταινε. Αδυνάτισε πάρα πολύ. Τόσο που η κόκκινη λάβα από κραγιόν έκαιγε πλέον τα πόδια του ιδιοκτήτη του. Η ταράτσα μίκραινε συνεχώς. Με δυσκολία χωρούσε πάνω της.

Λίγο πριν σκάσει στο έδαφος προσπάθησε να θυμηθεί τι τον έκανε να το πλησιάζει με ταχύτητα μιας άμαξας 250 κενταύρων ,122 ανοργασμικών Barbie πίσω από έναν John John και του κουνελιού που κάνει τρύπες σε ξένα περιβολάκια. Ίσως ήταν η παύση λίγο μετά το ρε δίεση του σαξόφωνου στο κομμάτι “temptation” που απέσπασε την προσοχή του ή απλά το γαμημένο κόκκινο κραγιόν της στην αποστειρωμένη ταράτσα του. Όπως και να ‘χε μια κατάληξη υπήρχε. ΧΝΤΟΥΠ!


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

υπόμνημα

κατακτώντας τους ημίαιμους γιούς του χρόνου,υπάρχω.
κοινές γιορτές λαμβάνουν χώρα στη χώρα των κοινών.
με ξεγελάει ο ήχος του θυμού(όταν οι σειρήνες μου σωπαίνουν)
με κάτι φτερά κακότεχνα-κομμένα, πετώ
κι όταν βαρεθώ τους ουρανούς, με καλεί το χώμα...
έτσι επιστρέφουν πάντα όσοι δεν έφυγαν ποτέ.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Καύτρες

Μόνο οι καύτρες! Ναι μόνο. Αυτές. Δε γουστάρω αστέρια ,φεγγάρια και μαλακίες. Μόνο καύτρες και σύννεφα νέφους να βράζουν στον ουρανό. Μόνο οι καύτρες. Αυτές μόνο να πλησιάζουν σε κάθε τζούρα. Κάθε που ρουφάς να σε φωτίζουν. Εκεί στον Άλιμο. Στη θάλασσα. Χτύπα παλαμάκια εσύ. Με τα δάχτυλα σου. Να χορεύω αδέξια ζεϊμπέκικο στα κύματα. Να χτυπάς παλαμάκια με την καύτρα να πλησιάζει το μούτρο σου και να χαμογελάς με την ατσουρμπαλιά μου. Να μου λες ΄"Κάτσε! πιτσιρίκο.." να μου κλείνεις το μάτι. Μετά σηκώνεσαι με την καύτρα να πλησιάζει. Χορεύεις κι εσύ με τα μαύρα τακούνια. Σπάνε τα βότσαλα. Το αλάτι καίει τα πόδια σου. Τα κύματα σε γλύφουν. Παλαμάκια και παφλασμοί. Κι εσύ να τραγούδάς με φωνή Nina Simone Just Like A Woman . Πετάς τα τακούνια στη θάλασσα. Η καύτρα πλησιάζει. Σε φωτίζει ωραία. Σε θέλω τώρα! Να γλύψω το αλάτι ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών σου. Τι ζεϊμπέκικο κι αυτό! Just Like A Woman. Καύτρες που πλησιάζουν στ΄απόλυτο σκοτάδι και κύματα δειλά. Αύριο θα πάρω τους φίλους μου. Να κάνουμε αυτό που λέγαμε πως θέλαμε να κάνουμε προχτές: "Ας μεθύσουμε κι ας πειράξουμε άσχημα κορίτσια!" Ας μεθύσουμε με songtails. Το δικό σου Songtail γλυκιά μου. Εσένα που χορεύεις ζεϊμπέκικια στον Άλιμο με τη γάμπα στην αλμύρα. Δυό μεζούρες "put the blame on mame boys" άλλες τρείς γενναίες από Duke Ellington και θέλω δύο ακόμα γεμάτες Blues. Τα blues που γράφτηκαν για τις γάμπες σου καλή μου απ' τα κύματα όταν τα τσαλαπατούσες για να με μάθεις ζεϊμπέκικο. Μα οι καύτρες έφτασαν τσιτσιρίζοντας κι είναι καιρός. Τα παλαμάκια μάτωσαν τα χέρια μου και πήραμε κι οι δυο φωτιά. Ας πέσουμε στη θάλασσα σφυρίζοντας σαν καύτρες να πνιγούμε.Να καούμε από τ' αλάτι. Σε θέλω! Τα παλαμάκια τσαλακώνουν τη θάλασσα. Πες μου πως με μισέις. Με μισείς! Αυτό είναι. Με μισείς. Καύτρες. Μόνο καύτρες τσιγάρων κι απόλυτο σκοτάδι. Καύτρες να σε πλησιάζουν σε κάθε τζούρα π' αφήνεις. Κι ο καπνός που βγαίνει απ' τα πνευμόνια σου... Θέλω να τον ρουφήξω! Μάθε με...Μάθε με ζεϊμπέκικο κι απόψε. Άλλη μια φορά.Δείξε μου που και πότε να παραπατήσω...Στα κύματα. Πριν η καύτρα σε κάνει στάχτη και χαθέις. Λίγο πριν. Δείξε μου τη φιγούρα που σε γοητέυει να σε φλερτάρω απ' την αρχή. Που να παραπατήσω?

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Ρεπορτάζ

‘’Ρεπορτάζ’’ 


Λουλούδια, άνθρωποι και μηχανές προχωρούν
πιασμένοι στο φουστάνι μιας πορσελάνινης
κούκλας που παραπατά μπερδεμένη από φως. Το
μωρουδιακό καρότσι χαράζει με την πορεία του ιδεογράμματα μελλοντικών πολιτισμών. Στο
λάβαρο, η γεννειάδα του γερο-επαίτη ανεμίζει
σοφή επανάσταση.


Οικοσυστήματα χιλιάδων γραφείων, ποτάμια μπλε
μελανιού, διακλαδώσεις καλωδίων εκβάλλοντας σε
μια αβυσσαλέα κατάφαση που εντελώς αθώα
καλείται επικοινωνία. Με προσηλωμένα πάντως
βλέμματα κέρινων ομοιωμάτων στρέφονται στα
παράθυρα πιστεύοντας στην άρπα και το ουράνιο
τόξο.


Απόγευμα κιόλας, η ακατανόητη παντομίμα συνεχίζει στα τσιμεντένια σπιρτόκουτα.


-Με βρίσκεις όμορφη;


-Ναι! Αναπάντεχη.


Σάρκινες σφραγίδες-μόνα τεκμήρια.


Ψηλά στο μαύρο τραπεζομάντηλο αραδιάζει πάλι την πραμάτεια του ο κατεργάρης χρυσοχόος
παραπλανώντας υγρά διαστημόπλοια να
σαλπάρουν απ’τα μάτια.


Gott-Tod-Tod-Gott -πλατάγισμα φτερών της εφημερίδας που για εξιλέωση εξαϋλώνεται.



Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

ο ήχος


μερικές φορές κοιτάω τον καθρέφτη μα δεν καθρεφτίζομαι.
βλέπω εποχές να αλλάζουν και πρόσωπα να περνανε.
που και που κατι καρναβάλια με βαριά βελούδα για κουρτίνες.
παράθυρα' και μεσα είδωλα που δεν μπορώ να αγγίξω.
δεν ξέρω να κοιτάω σκέφτομαι συχνά,
αλλά ουτε αυτό.

ακόμα περνάνε και καλοκαίρια...
μα και κάτι Κυριακές ρακένδυτες,ξεπεσμένες.
δεν τις συμπάθησα πότε νομίζω,
κι έτσι δεν ξέρω ουτε αυτές.

οι φίλοι όμως είναι εκεί.
τους βλέπω καθαρά!
αυτοί ομως με βλέπουν?
δεν εστιάζει ποτέ η ματιά τους πάνω μου.

χαζεύω άλλες φορές κατι ρήματα
που δεν ξέρουν να κρατάνε τον λόγο τους,
ξέρουν όμως να περιφέρονται σ'αυτές τις ρημαγμένες χωρες
με σατέν φορέματα και πρόζα βασιλική.

έτσι περνάει η ώρα ώσπου χαμηλώνουν,σβήνουν και τα τελευταία φώτα
και δεν βλέπω τίποτα πια.
μπορεί να είναι και καλύτερα ετσι...
αποσυμφόρηση της όρασης.

μα ακόμα και εκεί,στην ανυπαρξία του φωτός
πάντα ακούω λίγες νότες από κάπου...
κι έχω την εντύπωση πως είναι από αυτούς!

αυτούς που δεν κοιτάνε με τα μάτια ανοιχτά.
αυτούς που δεν τους ταλαντεύει την ψυχή τους κανένα ημίφως.
αυτούς που μπορούν να παίζουν τα όργανα τους ακόμα και στο σκοτάδι!
έτσι μόνο ο ήχος τους μενει τελικά.
μοναδικός και απόλυτος.
ο ήχος.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Get The Party Started




Τα βλέφαρα κλείνουν αργά. Όλα θολώνουν. Το φως μπερδεύεται με το σκοτάδι. Γραμμές μεγαλώνουν, σφαίρες γεννούν σπείρες και σπείρες γεννούν σφαίρες. Τα φωτεινά αποτυπώματα χάνονται. Τα βλέφαρα είναι κλειστά. Σκοτάδι. Το σκοτάδι ανάβει. Δεν έχει χρώμα το φως του. Μόνο που μοιάζει ζωντανό. Μαύρο που αναπνέει. Το μαύρο κινείται. Βγάζει πλοκάμια. Περίμενε όλη μέρα, ήσυχο. Αδημονούσε γι’ αυτές τις λίγες ώρες. Πόσες να είναι αυτή τη φορά; Πρέπει να προλάβει να δέσει καλά. Να κρύψει τα πάντα. Τίποτα να μην κινείται. Τίποτα να μην ακούγεται. Μόνο η ανάσα. Ρυθμικά. Αργό τέμπο. Βαθιά εισπνοή, βαθιά εκπνοή. Αργά. Το μαύρο κινείται. Ολοζώντανο ξετυλίγει τη συλλογή του. Η συλλογή θα εκτεθεί. Έχει απορροφήσει τα πάντα. Εικόνες ,μυρωδιές ,ήχους ,υφές , γεύσεις ,κραυγές και συναισθήματα .Όλα τα συναισθήματα .Τα βαφτισμένα και μη. Τα ‘χει θάψει μέσα του, όλα. Τώρα κινούνται όλα . Γίνονται πλοκάμια .Τυλίγουν το φως. Είναι ανήμπορο. Το τυλίγουν πλοκάμια από παντού. Το δένουν. Το σφίγγουν. Ένας τεράστιος κόμπος .Μπλέκεται συνέχεια. Ένας γόρδιος δεσμός. Τα πλοκάμια είναι φωτεινά. Ζωντανό μαύρο που κινείται. Μέσα έχει τα πάντα. Η αναπνοή ρυθμική .Βαθιά εισπνοή - βαθιά εκπνοή - βαθιά εισπνοή- βαθιά εκπνοή …

Σκοτάδι παντού. Ανάβει ένας αναπτήρας. Ακουμπά τη φλόγα στο τσιγάρο. Τα τσιγάρα γίνονται τρία. Αχνό φως. Γυναίκα γυμνή χωρίς μάτια φουμάρει το πρώτο. Γυναίκα καλοντυμένη χωρίς πρόσωπο το δεύτερο. Το τρίτο καπνίζει μόνο του. Αυτοκτονεί. Σιγοκαίγεται. Η καύτρα των τσιγάρων πιο έντονη τώρα. Ένας στραπατσαρισμένος τοίχος για φόντο. Πολύ φως τώρα. Στον τοίχο παίζει τον «ανδαλουσιανό σκύλο». Απέναντι τηλεοράσεις που αιωρούνται. Παίζουν παράσιτα. Οι κεραίες τους είναι αγκάθινες. Ο κόκκινος προβολέας πετά το φως του. Μαριονέτες με όργανα. Τα κουρδίζουν… Τα κούρδισαν. Ο κόκκινος κύκλος που διαγράφει ο προβολέας κάνει πτυχές και ανοίγει σα μουνί σε διαστολή. Από μέσα βγαίνει το ολόγραμμα της Shirley Bassey. Κρατά ένα μικρόφωνο. Το τρώει. Οι μαριονέτες ξεκινούν να παίζουν. Τα παράσιτα το βουλώνουν. Μια γραμμή κατεβαίνει από ψηλά. Δεν είναι μαύρη ακριβώς. Το μαύρο της είναι ζωντανό. Σταματά δυο μέτρα πάνω από το έδαφος. Καταλήγει σ’ έναν τεράστιο κόμπο. Η Shirley ξεκινά: “Get this party started on a Saturday night everybody is waiting for me to arrive ,I got lot of style check my gold diamond ring I can go for miles if you know what I mean ……I’ m coming out so you better get this party started!". Τα τσιγάρα τελειώνουν. Τρία μηδενικά καπνού το στερνό τους σχόλιο. Ενώνονται στον αέρα. Γίνονται κύκλος. Ένας μεγάλος κύκλος από καπνό. Ακουμπά το μαύρο κόμπο. Στέκεται εκεί. Θηλιά. Είναι μια θηλιά από καπνό. Βαθιά εισπνοή - βαθιά εκπνοή και ξανά λίγο πιο γρήγορα: Βαθιά εισπνοή – βαθιά εκπνοή.

Πέφτω στο γκρεμό και είμαι στο χωριό μου. Συναντώ ένα σύρμα. Πάνω λευκά περιστέρια. Κάθονται πλάτη. Γυρνούν. Έχουν πρόσωπα από ξανθές κοπέλες. Πετούν. Αρχίζουν να κουτσουλάνε πέτρες. Τρέχω. Αδιέξοδο. Παλιό αρχοντικό με πολλά παράθυρα. Στα παράθυρα γυναίκες πολλές. Άρρωστες. Ματωμένες. Με πλησιάζει κάποιος. Ύποπτος. Μοιάζει με νταβατζή. Τον ξέρω. Είναι από το χωριό. Δε μπορεί. Προσπαθώ να του εξηγήσω. Δεν καταλαβαίνει. Του λέω πως είναι αγρότης. Δεν καταλαβαίνει. Μου χύνει ένα ποτήρι ούζο στο κεφάλι. Πνίγομαι. Ζαλίζομαι μεθυσμένος. Κάποιος με κυνηγά. Κοιτάω πίσω. Ο δάσκαλος μου από το δημοτικό με κυνηγά με ένα τσεκούρι. Δεν απομακρύνομαι. Τα πόδια μου αιωρούνται. Δε μπορώ να τρέξω. Είμαι στο αμάξι. Τρέχω. Μια στροφή μου φεύγει. Τρακάρω στα βράχια. Βγαίνουν χρωματιστά μπαλόνια με ήλιον από το τιμόνι. Σκάνε. Η φωνή μου αλλάζει.
Βαθιά εισπνοή – βαθιά εκπνοή ακόμα πιο γρήγορα…

Η Shirley τραγουδά. Μια ροζ λιμουζίνα. Ένα πορσελάνινο άλογο δαλματίας του σκάκι ανοίγει την πόρτα. Βγαίνει εκείνη. Περπατά υπεροπτικά. Φοράει ροζ γούνα κι ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι. Ο ήχος των τακουνιών της κάνει τις αγκάθινες κεραίες να ματώσουν. Πάει προς τη θηλιά. Στέκεται από κάτω. Το δαχτυλίδι καπνού μεγαλώνει. Τυλίγεται γύρω απ’ το λεπτό της λαιμό. Σφίγγει. Εκείνη κρέμεται. Γελάει. Γελάει δυνατά. Τρέχω να τη σώσω. Δε μπορώ να τη φτάσω. Γλιστράω. Δε μπορεί να αναπνεύσει. Σπαρταράει. Έχει σπασμούς. Μόνο αυτοί ακούγονται μαζί με την ανάσα. Βαθιά εισπνοή – βαθιά εκπνοή και σπασμοί… σπασμοί… σπασμοί…σπασμοί
Κόκκινη φλοκάτη. Εκείνη γυμνή πάνω της. Φορά μόνο το δαχτυλίδι. Σπαρταρά από ηδονή. Ένα μωβ τριαντάφυλλο είναι στο χέρι της. Το σώμα της πάει να σπάσει από τους σπασμούς ηδονής. Έχει παντού γρατζουνιές. Σε όλο το κορμί της. Ο χρόνος κυλά ανάποδα. Το ρολόι στον τοίχο γυρίζει αντίστροφα με μεγάλη ταχύτητα. Όλα κάνουν rewind. Σπασμοί, σπασμοί , σπασμοί, χύνει και χύνει πολύ. Κραυγές. Ουρλιαχτά καύλας. Καυτής καύλας. Το τριαντάφυλλο τρίβει το μουνί της. Άγρια. Σε κάθε του κίνηση μια γρατζουνιά σβήνει από το κορμί της. Τρίβεται. Όλα γίνονται ανάποδα. Μουνί, πόδια, κοιλιά, στήθος, λαιμός. Το τριαντάφυλλο επιστρέφει και σβήνει τις γρατζουνιές από το ιδρωμένο κορμί της που στεγνώνει καθώς όλα γυρνούν στην αρχή. Το τριαντάφυλλο πιο απαλό τώρα. Τη χαιδεύει. Το ρολόι δείχνει μια ώρα πριν. Την ώρα που της δίνω ένα μωβ τριαντάφυλλο και της φιλώ το χέρι. Και τώρα ξανά. Πολύ πιο γρήργορα. Το ρολόι γυρνα και πάλι κανονικά. Δεξιόστροφα. Αστραπιαία. Ξανά το κορμί της στη φλοκάτη. Γυμνό. Γεμάτο γρατζουνιές. Σπαρταρά από καύλα. Σπασμοί… Σπασμοί… Σπασμοί…
Πνίγομαι. Το σώμα μου σπαρταρά. Έχω σπασμούς. Δε μπορώ να ανασάνω. Κρέμομαι. Κρέμομαι από τη θηλιά. Εκείνη με κοιτά. Χαμογελά. Μου κλείνει το μάτι…

Βαθιά εκπνοή - βιαστική εισπνοή! Το φως τσαλακώνει τα μάτια.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

αντίλογος

διαιρεί και προδικάζει
διχοτόμος γραμμή λευκή
συνεχώς παρατηρεί
και ατελώς μου μοιάζει

στη λογική πυροδοτεί
υποδειγματική πυγμή
μα αφελώς κυοφορεί
ό,τι λιμνάζει...

φερόμενος ως δισταγμός
επαναστάτης και δειλός
σωτήριος και τραγικός
α ν τ ί λ ο γ ο ς
και συνεπώς προστάτης

Σαρκοβόρες Νύχτες


Νύχτες. Πολλές. Πόσες; Όσες!! Δε γαμιέται_ Ποιος σκοτίζεται {αλήθεια#@?
Κάποιες όμως. Μετρημένες. Νύχτες νυχιές. Νυχιές σαν από θηλυκό. Θηλυκό με μανικιούρ λιμαρισμένο-ακονισμένο.
Νύχτες νυχιές μπήγονται στα στήθια. Καυτές οι γαμημένες. Καυτές. Ψαχουλεύουν. Δε μπήγονται μόνο -> Ψαχουλεύουν να βρουν μέσα, τα μπλέκουν όλα, παίζουν. Νύχτες. Νύχτες εκδικητές. Ουρλιάζουν για τις άλλες. Τις σπαταλημένες. Τις ξοδεμένες. Τις μη καταμετρημένες. Υγρές. Σε τυλίγουν με υφή από υδράργυρο. Μαύρος υδράργυρος που μπαίνει από παντού. Από όλες τις τρύπες. Από τα ρουθούνια. Ούτε whiskey ούτε γάρα. Όρεξη καμία.
Νύχτες σαρκοβόρες. Σε μυρίζουν , σε περικυκλώνουν! Έρχονται να κατασπαράξουν πάλι σάρκα. Φρέσκια σάρκα.
Γαμημένες σαρκοβόρες νύχτες της πόλης.