Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

επιστροφή


υπό το φως σελήνης ατελούς
κι υπό ζυγό εντολών ρητών
στην πόλη των Αθηνών,ξανά
βρέθηκα αναγκαστικά παρών.

άλλαξε ο τρόπος της αυγής εδώ
ούτε το φως του ήλιου με ξυπνά
ούτε του ανέμου η δροσιά μ' αγγίζει
-με παρασέρνει η ορμή των ρολογιών.

κι όπως συχνά τις νύχτες περπατώ
(συνήθειο παλιό μα υπαρκτό)
αντανακλώ ένα είδωλο δειλό
στων βιτρινών τους φωτεινούς καθρέφτες

κι όταν στα καφενεία θα βρεθώ
για μια κουβέντα με τον διπλανό,
για έναν καφέ ελληνικό διπλό,
για να ξεμπλέξω κάποιον στοχασμό

δίπλα μου ο όχλος των περαστικών
με κάνει να θρηνώ και να ρωτώ
"πώς προσπερνώ με την ματιά μου
μάτια που μοιάζουν τόσο στα δικά μου;"

πώς νοιάζομαι μόνο για μένα;
τα λάθη τα φριχτά μου να μαντεύω
σαν κακομαθημένο αγόρι το εγώ μου
να το μαλώνω και να το νταντεύω


μ' απ' την καρέκλα προσεχώς θα σηκωθώ
θα περπατήσω και θα ξεχαστώ
την πόρτα του σπιτιού μου θα περάσω
στην κάμαρη θα μπω,θα ξαπλωθώ
-και πόσο ντρέπομαι γι' αυτό
μα σύντομα θα κοιμηθώ και θα ξεχάσω.

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

ελπίς

Photobucket



εσύ μ' αυτά τα μακριά ωραία δάχτυλα
και μ' αυτά τα μαυριτάνικα μαύρα σου μάτια
που βλέπουν μακριά,που βλέπουν καθαρά
δείξε μας που είναι η μητέρα που χορεύει
κάτω από τους ίσκιους των αμυγδαλιών μας

δείξε,τραγούδα μας,διασκέδασε μας
να φανταστούμε έστω αν δεν δούμε
χαλάσανε τα μάτια μας να βλέπουνε φωτιές
και οι προφήτες λέν' πως έρχονται μέρες σκληρές
με τι καρδιές να πορευτούμε εδώ,με τι αντοχές;

ξέρω,εκεί υπάρχει ακόμα ο ουρανός
στάζει το φως κάθε πρωί,πετάνε τα πουλιά
κι αν συννεφιάζει είναι για να έρθει η βροχή
κι όχι για να μας δένει μάτια και ψυχή
αυτή η τόσο εχθρική μουντάδα των καιρών

των προσευχών μας η απάντηση εσύ
κοίτα καλά,μίλα σωστά και σπρώξε μας
σε βάρκες,στόλος εραστών στον ποταμό
με τις φωνές μας θα ηρεμούμε το νερό
και με τα χέρια θα βοηθάμε τον βαρκάρη

...

- σώπα,κι ακούω ήδη τα τραγούδια των πουλιών
τα άνθη των αμυγδαλιών μυρίζω...



(πίνακας του Βινσεντ Βαν Γκογκ)

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

''Tu m'as donne ta boue
et j' en ai fait de l' or''

CHARLES BAUDELAIRE


Στο Θανάση Β.


ΚΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ


Νύχτα ακούστηκε το πρώτο κλάμα στο μαιευτήριο της τριανταφυλλιάς
Τα μάτια έπαψαν να πληρώνουν τις ενοχές του φωτός, τα βιολιά ξόδεψαν άσωτα μελωδίες
Μια προφητεία έπλεξε τα μαλλιά της προκυμαίας, στο μάγουλο της οικοδομής το δόγμα ξανάγινε όνειρο
Χρόνια τώρα η σκουριά φιλοξενεί μετανάστες μύθων
Όμως απόψε, που η πόλη θυμίζει καράβι σε κλασσικό μυθιστόρημα, δεν αρκούμαι στη σκηνοθεσία
Πασχίζω για σένα που περνάς με αυθορμητισμό ερπετού πάνω σε κιονόκρανα
Χαράζω προμηνύματα σε μενταγιόν
Και στο δωρίζω

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

παζάρι

έχουμε λίγες ξέρες,λίγες αντοχές
υποθαλάσσια μας πλησιάζουν πειρατές
στα χέρια τους κρατούν σπάθες χρυσές
και μες τα μάτια τους βουλιάζει το φεγγάρι

οι γοργόνες προσπερνούν και δεν μιλούν
θα τους βαραίνουν τα χρυσά του σκουλαρίκια
που κέρδισαν με λερωμένες προσευχές
όλες σκυφτές,όλες γριές,όλες με δεκανίκια

απ' τα κοράλλια ένας ήχος ορυκτός
ένας περιπλανώμενος θυμός,ένας μικρός θεός
του Ποσειδώνα θα 'ναι αγόρι ή του Άρη
δείχνει πως είν' αυτοί που 'κάναν
και την θάλασσα παζάρι

πως είν' αυτοί που νόμισαν πως ήτανε θεοί
που άπληστοι θνητοί,που νοσηροί δειλοί
αναπαράχθηκαν σαν γένος,σαν λοιμός
που μόνο στο χρυσάφι βλέπουν φως

τώρα χρυσά κανόνια σέρνουν στους βυθούς
η τελευταία μάχη με τους ζωντανούς
της Αρετής τ' αετώματα να ρίξουν
της Ηθικής τα γράμματα να σβήσουν

και τρεις αλίμονο θεοί σ' αυτούς
που μέσα στις φωτιές και τους καπνούς
δειλιάσουν,απελπιστούν και πουν
πως παραδίδονται
και πως για έννοιες άπιαστες δεν πολεμούν.