υπό το φως σελήνης ατελούς
κι υπό ζυγό εντολών ρητών
στην πόλη των Αθηνών,ξανά
βρέθηκα αναγκαστικά παρών.
άλλαξε ο τρόπος της αυγής εδώ
ούτε το φως του ήλιου με ξυπνά
ούτε του ανέμου η δροσιά μ' αγγίζει
-με παρασέρνει η ορμή των ρολογιών.
κι όπως συχνά τις νύχτες περπατώ
(συνήθειο παλιό μα υπαρκτό)
αντανακλώ ένα είδωλο δειλό
στων βιτρινών τους φωτεινούς καθρέφτες
κι όταν στα καφενεία θα βρεθώ
για μια κουβέντα με τον διπλανό,
για έναν καφέ ελληνικό διπλό,
για να ξεμπλέξω κάποιον στοχασμό
δίπλα μου ο όχλος των περαστικών
με κάνει να θρηνώ και να ρωτώ
"πώς προσπερνώ με την ματιά μου
μάτια που μοιάζουν τόσο στα δικά μου;"
πώς νοιάζομαι μόνο για μένα;
τα λάθη τα φριχτά μου να μαντεύω
σαν κακομαθημένο αγόρι το εγώ μου
να το μαλώνω και να το νταντεύω
μ' απ' την καρέκλα προσεχώς θα σηκωθώ
θα περπατήσω και θα ξεχαστώ
την πόρτα του σπιτιού μου θα περάσω
στην κάμαρη θα μπω,θα ξαπλωθώ
-και πόσο ντρέπομαι γι' αυτό
μα σύντομα θα κοιμηθώ και θα ξεχάσω.