Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Άννα

Η Άννα ανέβασε τις φτέρνες της στο ξύλινο παγκάκι και πέρασε τα χέρια της γύρω από τα πόδια της. Σαν μια προσπάθεια ν’ αγκαλιάσει τον εαυτό της .Το τσιγάρο στο δεξί της χέρι έμοιαζε να έχει μεγάλη σημασία για αυτήν εκείνη τη στιγμή. Τράβηξε μια θαρραλέα ρουφηξιά και το πέταξε στο υγρό τσιμέντο του λιμανιού. Ένα καράβι είχε μόλις φύγει αφήνοντας ένα αχνό ασημένιο σύννεφο καπνού που τώρα μπερδευόταν με τον καπνό από την τελευταία τζούρα του τσιγάρου. Πρώτη φορά ο Αύγουστος έμοιαζε τόσο ψυχρός μήνας.

Δεν θυμάται πότε ξέχασε να βρίσκει την ομορφιά γύρω της… πολλές φορές σκέφτεται ότι μπορεί να συνέβη ερήμην της. Παλαιότερα θα της φαινόταν αδιανόητο να προτιμάει να κοιτάει τα καλοκαιρινά πλοία που φεύγουν για τα νησιά από το να τα ακολουθεί. Μα τώρα την καταβάλει ένα συναίσθημα βαρύ, ένα φορτίο ασήκωτο που δεν μπορεί να φορτώσει σε κανένα πλοίο χωρίς να το βουλιάξει μαζί της στον πάτο. Μοιάζει σχεδόν αδύνατο το να προσπαθήσει να βρει τρόπους για να ξανακερδίσει λίγη από την παλιά της ξενοιασιά, αθωότητα και αισιοδοξία. Λίγη από την παλιά της ελαφρότητα.

Όταν ήταν μικρή της άρεσε να ψάχνει τους λόγους πίσω από κάθε κίνηση, επιχειρηματολογούσε και διαφωνούσε με τέτοια πυγμή όταν υπερασπιζόταν τις φιλελεύθερες ιδέες της που πολλοί της ‘λέγαν αστειευόμενοι ότι θα γινόταν μια πολύ καλή δικηγόρος. Την ίδια στιγμή όμως εκείνη έσκαγε ένα χαμόγελο που θα ζήλευαν ακόμη και οι ερωτευμένες και απαντούσε πως οι δικηγόροι χρησιμοποιούν τις λέξεις για να μάχονται, εμένα μ’ αρέσει να χορεύω μαζί τους. Κι έκανε μια φιγούρα που θύμιζε τις υποκλίσεις των κλασικών χορευτριών.

Εκείνες οι εποχές μοιάζουν πολύ μακρινές τώρα. Οι τελευταίες βδομάδες της είχαν μαζέψει κάτω απ’ το φουστάνι τους όλες τις παρείσακτες μέρες του χρόνου. Μια Δευτέρα ζαλισμένη από τη νόσο της Κυριακής… μια Τρίτη που έμοιαζε με γκρινιάρα κόρη πλούσιου αστού, μια Τετάρτη ψεύτρα, μια Πέμπτη που το μόνο που έκανε ήταν να ζηλεύει το «Π» της Παρασκευής κι από την άλλη πλευρά μια Παρασκευή πνιγμένη στην ματαιοδοξία ,που ποτέ δεν ένιωσε πραγματικά δυνατή για να αποφασίσει το οτιδήποτε καινούργιο. Το Σάββατο πολλές φορές στάθηκε αντάξιο των περιστάσεων αλλά ένιωθε μόνο του και πάντα το βάραινε μια περίεργη ενοχή για το όνομά του. Η Κυριακή...η Κυριακή δεν ήθελε ποτέ ιδιαίτερες συστάσεις ανάμεσα σε τέτοιες παρέες, η Κυριακή ήταν ο κόμπος στον λαιμό όλων των προηγούμενων. Η Άννα τριγυρνούσε ανάμεσα στα πόδια τους μα ένιωθε πλέον τόσο μικρή και αδύναμη μπροστά τους που το μόνο που έκανε ήταν να τις υπομένει σιωπηλά.

Όπως πολλά προηγούμενα και αυτό το βράδυ οι ρυθμοί της πόλης μέναν σχεδόν απαράλλαχτοι. Εκείνη έμενε εκεί κουλουριασμένη και σκεφτόταν, δεν σταματούσε να σκέφτεται… παλιά πίστευε ότι μια καλή απάντηση κρύβεται πάντα πίσω από έναν καλό προβληματισμό. Τώρα δεν ήταν τόσο σίγουρη… ίσως γιατί με τον καιρό οι προβληματισμοί πλήθαιναν και οι απαντήσεις έφθιναν. Τα ερωτηματικά τώρα έχαναν τις όμορφες μάσκες τους και φαινόταν από κάτω η πεπρωμενική ασχήμια τους.
Τα ερεθίσματα που δέχεται, τα νέα που ακούει, οι άνθρωποι που συναντάει και πρώτη απ όλα η ίδια. Η ίδια στην αρχή κάθε απογοήτευσης η ίδια και στο τέλος …η ίδια νύστα για ζωή. Ο σφυγμός που ελαττώνεται και χάνεται, ο χρόνος και αυτή η ύπουλη βραδύτητα του, η συννεφιά της επίπεδης ζωής και η αδυναμία της ανατροπής. Μήπως χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε ενώπιον πανίσχυρων αντιπάλων? μήπως δεν έπρεπε να έχει τόσο θράσος στα όνειρά της? μήπως τα όρια που βάζουν πολλοί από τους γνωστούς της στις ανησυχίες τους είναι τελικά καταλυτικής σημασίας για την ψυχή? μήπως φέρθηκε επιπόλαια και εκτέθηκε σε λάθος μάτια? μήπως άνοιξε τις πιο λάθος πόρτες μέσα της …και πήδησαν έξω οι πιο δυνατοί εχθροί ? μήπως βρέθηκε πίσω από κελιά που κλείδωσε η ίδια? μήπως παραληρούσε πάλι ?

Ένα ζευγάρι πέρασε από μπροστά της γελώντας δυνατά και την επανέφερε πάλι στον πραγματικό κόσμο, στον ορίζοντα αναπνέανε τα φωτάκια μιας απέναντι όχθης, ο αέρας μύριζε θάλασσα και οι ήχοι της πόλης μπλέκανε τόσο ύπουλα στο τοπίο που σχεδόν ήταν ωραίοι, γραφικοί. Ο έξω κόσμος δεν έδειχνε τόσο προβληματισμένος σκέφτηκε… η φυσική αδιαφορία των καραβιών και της σελήνης, το φώς του φάρου και το παιδί που τρέχει για να προλάβει το λεωφορείο χαμογελώντας στην υπόλοιπη παρέα. Άφησε τον εαυτό της να χαθεί στην απλότητα τους. Έστριψε ένα τσιγάρο και ξεκίνησε να περπατάει. Ένιωσε ένα υπόκωφο κύμα ευφορίας και ανατρίχιασε … κοίταξε χωρίς να το καταλάβει τα πρώτα μάτια που συνάντησε και χαλάρωσε το βήμα της. «Άθραυστοι μέσα στην τόσο εύθραυστη πίστη μας στη ζωή» σκέφτηκε και το σημείωσε στο μπλοκάκι της. «Την επόμενη φορά ίσως να είμαι καλύτερα προετοιμασμένη για το θηρίο» χαμογέλασε και τράβηξε μια χορταστική ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο στο δεξί της χέρι.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΑΣΤΙΟ


Χρισμένος να τραγουδάς την αύρα δρόμων, βγήκες στο προδομένο ξέφωτο.
Τα λεωφορεία κυλούσαν στην κοιλιά της αιμόφυρτης τραγωδού που βάφτιζε με τους φθόγγους της κεχριμπαρένιες μορφές μες το ιλιγγιώδες μεσημέρι.
Κάποιο απόγευμα πυρωμένο στο εργαστήρι του Ήφαιστου, αναπόλησες αρχέγονες λατρείες. Κι ύστερα νύχτα!
Σε οίκους ανοχής όπου βλέμματα υπαινίσσονταν κοιλάδες του Ευφράτη.
Νύχτα! Λιτανεία σε αβύσσους σκουρόχρωμου μελιού.
Νύχτα! Αίνιγμα στα κιτάπια σχολαστικού στοχαστή.
Βρήκες προσευχές για όλα κι ας σε βασάνισαν.
Ορμή και κάλλος τα δάκρυά σου, καρδιά θαμμένη σε αποτσίγαρα μαριονέτας.
Ορκισμένη στη σάρκα, δίδαξες την άρνηση.